- εκτιμητής
- οαυτός που κάνει την εκτίμηση πράγματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκτιμητής — ο (θηλ. εκτιμήτρια) 1. αυτός που κάνει υποκειμενική εκτίμηση πράγματος, γεγονότος ή καταστάσεως («εκτιμητής ακινήτων, εσοδείας, κέρδους, ζημίας, περιουσίας, πολύτιμων λίθων κ.λπ.») 2. αυτός που αποφασίζει ή ενεργεί κατά την κρίση και την εμπειρία … Dictionary of Greek
αποτιμητής — ο (Α ἀποτιμητής) αυτός που υπολογίζει και καθορίζει την αξία ενός πράγματος, ο εκτιμητής αρχ. απογραφέας … Dictionary of Greek
διατιμητής — ο (Μ διατιμητής) νεοελλ. αυτός που ως όργανο τής αρμόδιας αρχής καθορίζει τις τιμές τών εμπορευμάτων μσν. εκτιμητής … Dictionary of Greek
εκτιμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση ή που προήλθε από εκτίμηση («εκτιμητική έκθεση») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την ικανότητα ή την κλίση να είναι εκτιμητής 3. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα τής εκτιμήσεως … Dictionary of Greek
επιγνώμων — ἐπιγνώμων, ο (AM) [επιγιγνώσκω] 1. έμπειρος 2. αυτός που συγχωρεί αρχ. 1. αιρετός κριτής, διαιτητής 2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῡ παιδός», Δημοσθ.) 3. επιστάτης, επόπτης … Dictionary of Greek
επιτιμητής — ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) [επιτιμώ] ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.) αρχ. 1. εκτιμητής («νῡν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ … Dictionary of Greek
καλοκριτής — ο καλός και δίκαιος κριτής, σωστός εκτιμητής … Dictionary of Greek
κηνσίτωρ — κηνσίτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. εκτιμητής, διατιμητής τών κτημάτων προκειμένου να οριστεί ανάλογη φορολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὴν γῆν μετρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. censitor] … Dictionary of Greek
ξετιμητής — ο [ξετιμώ] εκτιμητής … Dictionary of Greek
στυπποτιμητής — και στιπποτιμητής, ὁ, Α ο εκτιμητής τής στύππης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππ εῖον / στύππη + τιμητής] … Dictionary of Greek